- Σικελιώτης
- ο, ΝΑ, και θηλ. Σικελιώτισσα Ν, και θηλ. Σικελιώτις, -ώτιδος, ΑΈλληνας κάτοικος τής Σικελίας, σε αντιδιαστολή προς τους γηγενείςαρχ.το θηλ. φρ. «Σικελιῶτις συγγραφή» — τίτλος έργου τού Αντιόχου τού Συρακοσίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σικελία + κατάλ. -ώτης (πρβλ. Ἰταλι-ώτης)].
Dictionary of Greek. 2013.